νολίνα

νολίνα
η
βοτ. γένος μονοκότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nolina από το όν. τού Ρ. C. Nolin Γάλλου βοτανολόγου τού 18ου αιώνα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”